τουρκικός — ή, ό, και τούρκικος, η, ο, Ν [Τούρκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τουρκία ή στους Τούρκους (α. «τουρκικός λαός» β. «τούρκικη κουζίνα») 2. (το θηλ. εν. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η τουρκική και τα τουρκικά και τούρκικα η τουρκική γλώσσα 3 … Dictionary of Greek
Ουιγούροι — Τουρκικός λαός, που πιθανόν να είναι ο ανατολικότερος κλάδος των αρχαίων Τούρκων. Κυριάρχησαν στην Κασγαρία από τον 10o έως τον 12o αι. και δέχτηκαν τον ισλαμισμό όπως και τα άλλα τουρκικά φύλα. Χρησιμοποιούσαν για τη γραφή, ακόμα και μετά τον… … Dictionary of Greek
μπέης — Τουρκικός τίτλος ευγένειας. Τον απένεμαν σε ανώτερους αξιωματικούς, σε επίσημους ξένους και στα παιδιά των πασάδων. Παλιότερα ο β. ταυτιζόταν με τον υποτελή ηγεμόνα και ο τίτλος δινόταν κυρίως στους χριστιανούς ηγεμόνες, οι οποίοι διορίζονταν από … Dictionary of Greek
Τουρκομάνοι — Τουρκικός λαός που ζει στο Τουρκμενιστάν, στο Ουζμπεκιστάν, στον Καύκασο, την Ευρωπαϊκή Ρωσία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράν. Η ονομασία Τ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τον 10o αι. και χαρακτήριζε τις φυλές των Καρλούκων και των Ογούζων.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Turkish coffee — A cup of Turkish coffee. Turkish coffee (also Arabic coffee, Armenian coffee, Greek coffee, and more) is a method of preparing coffee where finely powdered roast coffee beans are boiled in a pot (cezve), with sugar according to taste, before… … Wikipedia
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ — Εύδρομο θωρηκτό του ελληνικού ναυτικού, που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας τα έτη 1909 11 και αγοράστηκε από την κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη αντί 22.300.000 δρχ. Για την πληρωμή του ποσού διατέθηκαν περίπου 8.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στη… … Dictionary of Greek
Ναύπακτος — Πόλη (υψόμ. 15 μ., 12.924 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας στην οποία υπάγονταν τρεις δήμοι, 57 κοινότητες και 112 οικισμοί. Η Ν. είναι χτισμένη στον Κορινθιακό κόλπο, μεταξύ του Αντιρρίου και των… … Dictionary of Greek
Σελίμ — Όνομα Τούρκων σουλτάνων. 1. Σ. ο A’, γνωστός ως Γιαβούζ (= Σκληρός), γιος του Βαγιαζήτ B’ και εγγονός του Μωάμεθ του Πορθητή (1467 1520). Ανέβηκε στο θρόνο το 1512 με την υποστήριξη των Γενίτσαρων και έδειξε αμέσως τον αιμοχαρή χαρακτήρα του,… … Dictionary of Greek